- διάβολοι
- διάβολοςslanderousmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάγιο — και βάγι, το (AM βαΐον) κλαδί φοινικιάς («ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῡς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτοῡ» (Ιωάν. 12.13) μσν. νεοελλ. φρ. «μετά βαΐων και κλάδων» με μεγάλη επισημότητα, με θερμές… … Dictionary of Greek
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek
πολυβελής — ές, Μ 1. κάτοχος πολλών βελών 2. αυτός που ρίχνει με το τόξο του πολλά βέλη 3. φρ. «πολυβελεῑς τοξόται» διάβολοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ βελής] … Dictionary of Greek
ψυθών — ῶνος, ὁ, Α στον πληθ. ψυθῶνες (κατά τον Ησύχ.) «διάβολοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* + επίθημα ών (πρβλ. ψιδ ών). Ο τ. εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψύθος, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
μοβουλίδες — (mobulidae). Οικογένεια ψαριών. Τα κυριότερα γένη της οικογένειας είναι η μοβούλη και η μάντα ή κεφαλόπτερος. Έχουν μυτερά στηθικά πτερύγια, τοποθετημένα κοντά στα μάτια, που βρίσκονται στα πλάγια. Σε κάθε πλευρά του κεφαλιού υπάρχουν προεξοχές… … Dictionary of Greek
χαμοδράκια — Ποιμενικοί δαίμονες των ελληνικών μεταχριστιανικών χρόνων, που συγγενεύουν με τον Πάνα και τους Σάτυρους ως προς τη μορφή και τις ιδιότητες. Κατά τη λαϊκή αντίληψη τα χ. παίρνουν τη μορφή δαίμονα, σκύλου ή άλλου ζώου και βατεύουν τα ζώα των… … Dictionary of Greek
Χάξλεϊ, Άλντους Λέοναρντ — (Huxley, Γκόνταλμινγκ, Σάρεϊ 1894 – Χόλυγουντ 1963). Άγγλος συγγραφέας. Ανιψιός του βιολόγου Τόμας Χένρι X., σπούδασε στο Ήτον και στην Οξφόρδη· από σοβαρή πάθηση των ματιών του έμεινε σχεδόν τυφλός για μερικά χρόνια και αυτό επέδρασε βαθιά σε… … Dictionary of Greek